τητώμαι

τητώμαι
και τατῶμαι, -άομαι, Α
1. στερούμαι, υποφέρω από έλλειψη κάποιου πράγματος (α. «φίλων τατώμενος», Πίνδ.
β. «oἱ γὰρ θανόντες χαρμάτων τητώμεθα», Ευρ.)
2. (το απαρμφτ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τητᾱσθαι
στέρηση, ένδεια, φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., το οποίο συνδέεται με το επίθ. τη-ΰσιος* και έχει σχηματιστεί με ρηματ. κατάλ. -τῶ /-τάω (πρβλ. διαι-τῶ, σκιρ-τῶ). Είναι, όμως, πιθανό, το ρ. τητῶμαι να έχει προέλθει μέσω ενός αμάρτυρου ονοματικού τ. που θα περιείχε οδοντικό σύμφωνο (πρβλ. αρχ. σλαβ. tatb «κλέφτης» < ΙΕ ρίζα *tā-t-i, βλ. και λ. τηΰσιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τητῶμαι — τητάομαι to be in want pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) τητάομαι to be in want pres ind mp 1st sg τητάομαι to be in want pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήτη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τητῶμαι*] …   Dictionary of Greek

  • τατώμαι — άομαι, Α βλ. τητῶμαι …   Dictionary of Greek

  • τηΰσιος — και ταΰσιος, ία, ον, Α μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός» στην ΙΕ ρίζα *(s)tāi «κλέβω», tāiu s «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ …   Dictionary of Greek

  • τητώ — ἡ, Α η τήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. τήτη, τητῶμαι* και εμφανίζει κατάλ. ώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”